- συναίρηται
- συναίρωtake up togetherpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναιρῆται — συναιρέω grasp pres subj mp 3rd sg συναιρέω grasp pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) συναιρέω grasp pres subj mp 3rd sg συναιρέω grasp pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυσμός — λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω] 1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση 2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.) … Dictionary of Greek